Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
στρόφιον
στροφίς
στρόφις
στροφοδῑνέομαι
στρόφος
View word page
στροφαλίζω
στροφαλίζωvb twist, spinwoolOd.

ShortDef

to turn

Debugging

Headword:
στροφαλίζω
Headword (normalized):
στροφαλίζω
Headword (normalized/stripped):
στροφαλιζω
IDX:
37326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37327
Key:
στροφαλίζω

Data

{'headword_display': '<b>στροφαλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στροφαλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>twist, spin</Tr><Obj>wool<Au>Od.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'στροφαλίζω'}