Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
στρόφιγξ
View word page
στρόμβος
στρόμβοςουmreltd.στρεβλός spinning-topIl. whirlwindA.large spiral shell of a mollusctrumpet-shellTheoc.

ShortDef

a body rounded

Debugging

Headword:
στρόμβος
Headword (normalized):
στρόμβος
Headword (normalized/stripped):
στρομβος
IDX:
37321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37322
Key:
στρόμβος

Data

{'headword_display': '<b>στρόμβος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρόμβος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>στρεβλός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>spinning-top</Tr><Au>Il.</Au></nS1> <nS1><Tr>whirlwind</Tr><Au>A.</Au></nS1><nS1><Def>large spiral shell of a mollusc</Def><Tr>trumpet-shell</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρόμβος'}