Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
στροφεῖον
στροφεύς
στροφή
View word page
στρογγυλότης
στρογγυλότηςητοςf roundnessPl. Arist.

ShortDef

roundness

Debugging

Headword:
στρογγυλότης
Headword (normalized):
στρογγυλότης
Headword (normalized/stripped):
στρογγυλοτης
IDX:
37320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37321
Key:
στρογγυλότης

Data

{'headword_display': '<b>στρογγυλότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρογγυλότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>roundness</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρογγυλότης'}