Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
στροφάλιγξ
στροφαλίζω
στροφάς
View word page
στροβῑλώδης
στροβῑλώδηςεςadj of a mountainshaped like a spinning-topconicalPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στροβῑλώδης
Headword (normalized):
στροβῑλώδης
Headword (normalized/stripped):
στροβιλωδης
IDX:
37317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37318
Key:
στροβῑλώδης

Data

{'headword_display': '<b>στροβῑλώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στροβῑλώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a mountain</Indic><Def>shaped like a spinning-top</Def><Tr>conical</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στροβῑλώδης'}