Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
στροφαῖος
View word page
στριφνός
στριφνόςή όνadjperh.reltd.στῑφρός of a toy cockereltough, firm, solidMen.or perh. lean, scrawny

ShortDef

firm, hard, solid

Debugging

Headword:
στριφνός
Headword (normalized):
στριφνός
Headword (normalized/stripped):
στριφνος
IDX:
37314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37315
Key:
στριφνός

Data

{'headword_display': '<b>στριφνός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στριφνός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety>perh.reltd.<Ref>στῑφρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a toy cockerel</Indic><Tr>tough, firm, solid</Tr><Au>Men.</Au><Extra>or perh. <ital>lean, scrawny</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'στριφνός'}