Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
στροτιώτερος
στρουθός
View word page
στρίγξ
στρίγξιγγόςfreltd.τρίζωacc.
στρίγγα
a kind of owlapp.screech-owlCarm.Pop.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρίγξ
Headword (normalized):
στρίγξ
Headword (normalized/stripped):
στριγξ
IDX:
37313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37314
Key:
στρίγξ

Data

{'headword_display': '<b>στρίγξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρίγξ</HL><Infl>ιγγός</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>τρίζω</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>acc.</Lbl><Form>στρίγγα</Form></Case></FG></HG> <nS1><Def>a kind of owl</Def><nS2><Qualif>app.</Qualif><Tr>screech-owl</Tr><Au>Carm.Pop.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'στρίγξ'}