Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
στρόμβος
View word page
στρηνές
στρηνέςneut.adv app.with a harsh soundAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρηνές
Headword (normalized):
στρηνές
Headword (normalized/stripped):
στρηνες
IDX:
37311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37312
Key:
στρηνές

Data

{'headword_display': '<b>στρηνές</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>στρηνές</HL><PS>neut.adv</PS></vHG> <advS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>with a harsh sound</Tr><Au>AR.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'στρηνές'}