Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
στρογγυλότης
View word page
στρεψοδικο-πανουργίᾱ
στρεψοδικοπανουργίᾱᾱςf justice-perverting villainyAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρεψοδικοπανουργίᾱ
Headword (normalized):
στρεψοδικοπανουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
στρεψοδικοπανουργια
IDX:
37310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37311
Key:
στρεψοδικοπανουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στρεψοδικο-πανουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρεψοδικο<hyph/>πανουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>justice-perverting villainy</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρεψοδικοπανουργίᾱ'}