Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
στρόβος
στρογγύλος
View word page
στρεψοδικέω
στρεψοδικέωcontr.vbδίκη twist justicepervert the course of justiceAr.

ShortDef

to twist justice

Debugging

Headword:
στρεψοδικέω
Headword (normalized):
στρεψοδικέω
Headword (normalized/stripped):
στρεψοδικεω
IDX:
37309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37310
Key:
στρεψοδικέω

Data

{'headword_display': '<b>στρεψοδικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στρεψοδικέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>twist justice</Def><Tr>pervert the course of justice</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στρεψοδικέω'}