Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
στροβῑλώδης
View word page
στρεφεδῑνέομαι
στρεφεδῑνέομαιpass.contr.vbστρέφωδῑνέω; cf.στροφοδῑνέομαιonly ep.3pl.aor.
στρεφεδῑ́νηθεν
of the eyes of one stunned by a blowbe made to whirl roundgo spinningIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρεφεδῑνέομαι
Headword (normalized):
στρεφεδῑνέομαι
Headword (normalized/stripped):
στρεφεδινεομαι
IDX:
37307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37308
Key:
στρεφεδῑνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>στρεφεδῑνέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στρεφεδῑνέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>στρέφω</Ref><Ref>δῑνέω</Ref>; cf.<Ref>στροφοδῑνέομαι</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>only ep.3pl.aor.</Lbl><Form>στρεφεδῑ́νηθεν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of the eyes of one stunned by a blow</Indic><Def>be made to whirl round</Def><Tr>go spinning</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στρεφεδῑνέομαι'}