Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
στρόβῑλος
View word page
στρεύγομαι
στρεύγομαιpass.vb be exhaustedworn outw.prep.phr.in combatIl.w.dat.through toilsAR. be in paindistressOd. AR.w.dat.through shortage of breath, a diseaseTim. Call.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρεύγομαι
Headword (normalized):
στρεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
στρευγομαι
IDX:
37306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37307
Key:
στρεύγομαι

Data

{'headword_display': '<b>στρεύγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στρεύγομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be exhausted<or/>worn out</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>in combat<Au>Il.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>through toils<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>be in pain<or/>distress</Tr><Au>Od. AR.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>through shortage of breath, a disease<Au>Tim. Call.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'στρεύγομαι'}