Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
στριφνός
στροβέω
View word page
στρεπτο-φόρος
στρεπτοφόροςονadjστρεπτός 7,φέρωof Persian soldierswearing a torqueHdt.

ShortDef

wearing a collar

Debugging

Headword:
στρεπτοφόρος
Headword (normalized):
στρεπτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
στρεπτοφορος
IDX:
37305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37306
Key:
στρεπτοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>στρεπτο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στρεπτο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στρεπτός</Ref> 7,<Ref>φέρω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of Persian soldiers</Indic><Tr>wearing a torque</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στρεπτοφόρος'}