Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
στριβιλικίγξ
στρίγξ
View word page
στρεπτικός
στρεπτικόςή όνadjof or related to twistingof one part of the art of weavingof twistingthreadsPl.

ShortDef

of or for twisting

Debugging

Headword:
στρεπτικός
Headword (normalized):
στρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
στρεπτικος
IDX:
37303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37304
Key:
στρεπτικός

Data

{'headword_display': '<b>στρεπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στρεπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>of or related to twisting</Def><aS2><Indic>of one part of the art of weaving</Indic><Tr>of twisting<Expl>threads</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'στρεπτικός'}