Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
στρεψοδικοπανουργίᾱ
στρηνές
View word page
στρέμμα
στρέμμαατοςnστρέφω medic.wrench, sprainD.

ShortDef

a wrench, strain, sprain

Debugging

Headword:
στρέμμα
Headword (normalized):
στρέμμα
Headword (normalized/stripped):
στρεμμα
IDX:
37301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37302
Key:
στρέμμα

Data

{'headword_display': '<b>στρέμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρέμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>στρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>medic.</Indic><Tr>wrench, sprain</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρέμμα'}