Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
στρεψοδικέω
View word page
στρεβλότης
στρεβλότηςητοςf twist, curveof a bent spear-pointPlu.

ShortDef

crookedness

Debugging

Headword:
στρεβλότης
Headword (normalized):
στρεβλότης
Headword (normalized/stripped):
στρεβλοτης
IDX:
37299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37300
Key:
στρεβλότης

Data

{'headword_display': '<b>στρεβλότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρεβλότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>twist, curve<Expl>of a bent spear-point</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρεβλότης'}