Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
στρέφω
View word page
στρεβλός
στρεβλόςή όνadjof a penistwisted, warped, bentAr.of a straight-ruleArist.fig., of wrestling trickscrooked, cunningAr.

ShortDef

twisted, crooked

Debugging

Headword:
στρεβλός
Headword (normalized):
στρεβλός
Headword (normalized/stripped):
στρεβλος
IDX:
37298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37299
Key:
στρεβλός

Data

{'headword_display': '<b>στρεβλός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στρεβλός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a penis</Indic><Tr>twisted, warped, bent</Tr><Au>Ar.</Au><aS2><Indic>of a straight-rule</Indic><Au>Arist.</Au></aS2></aS1><aS1><Indic>fig., of wrestling tricks</Indic><Tr>crooked, cunning</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στρεβλός'}