Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
στρεφεδῑνέομαι
View word page
στρέβλη
στρέβληηςfστρεβλός app.tensioning devicetwisterused to maintain the tension on a trireme's undergirding cablesA. instrument of torturewheelrackPlb.

ShortDef

winch

Debugging

Headword:
στρέβλη
Headword (normalized):
στρέβλη
Headword (normalized/stripped):
στρεβλη
IDX:
37297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37298
Key:
στρέβλη

Data

{'headword_display': '<b>στρέβλη</b>', 'content': "<NE><HG><HL>στρέβλη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>στρεβλός</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Def>tensioning device</Def><Tr>twister<Expl>used to maintain the tension on a trireme's undergirding cables</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1> <nS1><Def>instrument of torture</Def><Tr>wheel<or/>rack</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>", 'key': 'στρέβλη'}