Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
στρεπτικός
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρεύγομαι
View word page
στρατωνίδης
στρατωνίδηςουm type of man who serves as a soldiersoldier-manAr.

ShortDef

son of the army

Debugging

Headword:
στρατωνίδης
Headword (normalized):
στρατωνίδης
Headword (normalized/stripped):
στρατωνιδης
IDX:
37296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37297
Key:
στρατωνίδης

Data

{'headword_display': '<b>στρατωνίδης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρατωνίδης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>type of man who serves as a soldier</Def><Tr>soldier-man</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρατωνίδης'}