Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
στρέμμα
στρεπταίγλᾱ
View word page
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδευτικόςή όνadj of the layoutof an encampmentPlb.

ShortDef

of an encampment

Debugging

Headword:
στρατοπεδευτικός
Headword (normalized):
στρατοπεδευτικός
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδευτικος
IDX:
37292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37293
Key:
στρατοπεδευτικός

Data

{'headword_display': '<b>στρατοπεδευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στρατοπεδευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the layout</Indic><Tr>of an encampment</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'στρατοπεδευτικός'}