Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατιᾱ́
στρατιάρχης
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
στρεβλόω
View word page
στρατοπεδείᾱ
στρατοπεδείᾱᾱςfστρατοπεδεύω encampment, campX. Plb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρατοπεδείᾱ
Headword (normalized):
στρατοπεδείᾱ
Headword (normalized/stripped):
στρατοπεδεια
IDX:
37290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37291
Key:
στρατοπεδείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στρατοπεδείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρατοπεδείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>στρατοπεδεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>encampment, camp</Tr><Au>X. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρατοπεδείᾱ'}