Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατηλάτης
στρατιᾱ́
στρατιάρχης
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
στρεβλός
στρεβλότης
View word page
στρατόομαι
στρατόομαιmid.contr.vbep.3pl.impf.w.diect.
ἐστρατόωντο
also
στρατόωντο
pass.aor.ptcpl.
στρατωθείς
of troops, commandersbe on campaign, be in the fieldIl. AR. pass.of a military forcebe formed as an army, be musteredA.

ShortDef

be encamped, take the field

Debugging

Headword:
στρατόομαι
Headword (normalized):
στρατόομαι
Headword (normalized/stripped):
στρατοομαι
IDX:
37289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37290
Key:
στρατόομαι

Data

{'headword_display': '<b>στρατόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στρατόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.impf.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>ἐστρατόωντο</Form><Lbl>also</Lbl><Form>στρατόωντο</Form></Tns><Vc><LBL>pass.</LBL><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>στρατωθείς</Form></Tns></Vc></FG></vHG> <vS1><Indic>of troops, commanders</Indic><Tr>be on campaign, be in the field</Tr><Au>Il. AR.</Au> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a military force</Indic><Def>be formed as an army, be mustered</Def><Au>A.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'στρατόομαι'}