Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατηλασίη
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιᾱ́
στρατιάρχης
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
στρατός
στρατωνίδης
στρέβλη
View word page
στρατολογέω
στρατολογέωcontr.vbστρατόςλέγω enlist, levysoldiersPlu.intr.levy soldiersPlu. pass.of soldiersbe leviedPlu.

ShortDef

to levy soldiers

Debugging

Headword:
στρατολογέω
Headword (normalized):
στρατολογέω
Headword (normalized/stripped):
στρατολογεω
IDX:
37287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37288
Key:
στρατολογέω

Data

{'headword_display': '<b>στρατολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στρατολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στρατός</Ref><Ref>λέγω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>enlist, levy</Tr><Obj>soldiers<Au>Plu.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>levy soldiers</Tr><Au>Plu.</Au></vS2> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of soldiers</Indic><Def>be levied</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'στρατολογέω'}