Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατηγίς
στρατηγός
στρατηίη
στρατηλασίη
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιᾱ́
στρατιάρχης
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατόπεδον
View word page
στρατιώτης
στρατιώτηςουmστρατιᾱ́ member of an armed forcesoldierHdt. Th.professional soldier, mercenaryArist.

ShortDef

a citizen bound to military service

Debugging

Headword:
στρατιώτης
Headword (normalized):
στρατιώτης
Headword (normalized/stripped):
στρατιωτης
IDX:
37284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37285
Key:
στρατιώτης

Data

{'headword_display': '<b>στρατιώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρατιώτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>στρατιᾱ́</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>member of an armed force</Def><Tr>soldier</Tr><Au>Hdt. Th.<NBPlus/></Au><nS2><Tr>professional soldier, mercenary</Tr><Au>Arist.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'στρατιώτης'}