Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηίη
στρατηλασίη
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιᾱ́
στρατιάρχης
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
στρατόομαι
στρατοπεδείᾱ
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
View word page
στρατί-αρχος
στρατίαρχοςουm commander of an armyof mercenariesX.

ShortDef

army commander

Debugging

Headword:
στρατίαρχος
Headword (normalized):
στρατίαρχος
Headword (normalized/stripped):
στρατιαρχος
IDX:
37282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37283
Key:
στρατίαρχος

Data

{'headword_display': '<b>στρατί-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρατί<hyph/>αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>commander of an army<Expl>of mercenaries</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρατίαρχος'}