Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγίᾱ
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηίη
στρατηλασίη
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιᾱ́
στρατιάρχης
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατιῶτις
στρατολογέω
στρατόμαντις
View word page
στρατηλατέω
στρατηλατέωcontr.vb lead an armyfreq. w.adv.to a place, or w.prep.phr.to or against a place or peopleA. Hdt. E. be leaderE.w.gen.of troopsE.leadw.dat.troopsE.

ShortDef

to lead an army into the field

Debugging

Headword:
στρατηλατέω
Headword (normalized):
στρατηλατέω
Headword (normalized/stripped):
στρατηλατεω
IDX:
37278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37279
Key:
στρατηλατέω

Data

{'headword_display': '<b>στρατηλατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στρατηλατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>lead an army<Expl>freq. <GLbl>w.adv.</GLbl>to a place, or <GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to or against a place or people</Expl></Tr><Au>A. Hdt. E.</Au> </vS1> <vS1><Tr>be leader</Tr><Au>E.</Au><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of troops<Au>E.</Au></Cmpl><vS2><Tr>lead</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>troops<Au>E.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'στρατηλατέω'}