Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγίᾱ
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηίη
στρατηλασίη
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατιᾱ́
στρατιάρχης
View word page
στρατηγιάω
στρατηγιάωcontr.vb itch to be a generalX. D. Plu.

ShortDef

to wish to be a general, wish to make war

Debugging

Headword:
στρατηγιάω
Headword (normalized):
στρατηγιάω
Headword (normalized/stripped):
στρατηγιαω
IDX:
37271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37272
Key:
στρατηγιάω

Data

{'headword_display': '<b>στρατηγιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στρατηγιάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>itch to be a general</Tr><Au>X. D. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στρατηγιάω'}