Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγίᾱ
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηίη
στρατηλασίη
στρατηλατέω
στρατηλάτης
View word page
στρατήγημα
στρατήγημαατοςn actdisplay of generalshipIsoc. stratagem, tacticX. Aeschin. Plb. Plu.

ShortDef

act of a general

Debugging

Headword:
στρατήγημα
Headword (normalized):
στρατήγημα
Headword (normalized/stripped):
στρατηγημα
IDX:
37269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37270
Key:
στρατήγημα

Data

{'headword_display': '<b>στρατήγημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρατήγημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>act<or/>display of generalship</Tr><Au>Isoc.</Au></nS1> <nS1><Tr>stratagem, tactic</Tr><Au>X. Aeschin. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρατήγημα'}