Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγίᾱ
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
στρατηίη
View word page
στράτευσις
στράτευσιςιοςIon.f expeditionHdt.

ShortDef

an expedition

Debugging

Headword:
στράτευσις
Headword (normalized):
στράτευσις
Headword (normalized/stripped):
στρατευσις
IDX:
37266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37267
Key:
στράτευσις

Data

{'headword_display': '<b>στράτευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στράτευσις</HL><Infl>ιος</Infl><PS>Ion.f</PS></HG> <nS1><Tr>expedition</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στράτευσις'}