Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγίᾱ
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
στρατηγίς
στρατηγός
View word page
στρατεύσιμος
στρατεύσιμοςονadjof a person's agesuitable for military serviceX.masc.pl.sb.men liable to military servicePlb.

ShortDef

fit for service, serviceable

Debugging

Headword:
στρατεύσιμος
Headword (normalized):
στρατεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
στρατευσιμος
IDX:
37265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37266
Key:
στρατεύσιμος

Data

{'headword_display': '<b>στρατεύσιμος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>στρατεύσιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person's age</Indic><Tr>suitable for military service</Tr><Au>X.</Au><SGrm><GLbl>masc.pl.sb.</GLbl><Def>men liable to military service</Def><Au>Plb.</Au></SGrm></aS1></AE>", 'key': 'στρατεύσιμος'}