Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγίᾱ
στρατηγιάω
στρατηγικός
View word page
στράτ-αρχος
στράταρχοςουm commander of an armyw.gen.of AithiopiansPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στράταρχος
Headword (normalized):
στράταρχος
Headword (normalized/stripped):
στραταρχος
IDX:
37262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37263
Key:
στράταρχος

Data

{'headword_display': '<b>στράτ-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στράτ<hyph/>αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>commander of an army<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of Aithiopians</Expl></Tr><Au>Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στράταρχος'}