Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγίᾱ
View word page
στρατᾱγός
στρατᾱγόςdial.mseeστρατηγός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρατᾱγός
Headword (normalized):
στρατᾱγός
Headword (normalized/stripped):
στραταγος
IDX:
37260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37261
Key:
στρατᾱγός

Data

{'headword_display': '<b>στρατᾱγός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>στρατᾱγός</HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>στρατηγός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'στρατᾱγός'}