Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
στρατηγέω
στρατήγημα
View word page
στρατ-ᾱγέτᾱς
στρατ-ᾱγέτᾱςdial.mστρατόςἡγέομαι leader of an armymilitary chiefB.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρατᾱγέτᾱς
Headword (normalized):
στρατᾱγέτᾱς
Headword (normalized/stripped):
στραταγετας
IDX:
37259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37260
Key:
στρατᾱγέτᾱς

Data

{'headword_display': '<b>στρατ-ᾱγέτᾱς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στρατ-ᾱγέτᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.m</PS><Ety><Ref>στρατός</Ref><Ref>ἡγέομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>leader of an army</Def><Tr>military chief</Tr><Au>B.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στρατᾱγέτᾱς'}