Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
στρατηγέω
View word page
στράπτω
στράπτωvbreltd.ἀστράπτωep.3sg.impf.
στράπτε
aor.ptcpl.
στράψᾱς
of lightning, torch-light, armourflashS. AR.

ShortDef

to lighten

Debugging

Headword:
στράπτω
Headword (normalized):
στράπτω
Headword (normalized/stripped):
στραπτω
IDX:
37258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37259
Key:
στράπτω

Data

{'headword_display': '<b>στράπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στράπτω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>ἀστράπτω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.3sg.impf.</Lbl><Form>στράπτε</Form></Tns><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>στράψᾱς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of lightning, torch-light, armour</Indic><Tr>flash</Tr><Au>S. AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στράπτω'}