Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατεύω
View word page
στραγγουριάω
στραγγουριάωcontr.vb suffer from stranguryAr. Pl.

ShortDef

have difficulty urinating

Debugging

Headword:
στραγγουριάω
Headword (normalized):
στραγγουριάω
Headword (normalized/stripped):
στραγγουριαω
IDX:
37257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37258
Key:
στραγγουριάω

Data

{'headword_display': '<b>στραγγουριάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στραγγουριάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>suffer from strangury</Tr><Au>Ar. Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στραγγουριάω'}