Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
στράτευσις
View word page
στραγγουρίᾱ
στραγγουρίᾱᾱςfοὐρέω condition of slow and painful urinationstrangury, difficulty in pissingAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στραγγουρίᾱ
Headword (normalized):
στραγγουρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
στραγγουρια
IDX:
37256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37257
Key:
στραγγουρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>στραγγουρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στραγγουρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>οὐρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>condition of slow and painful urination</Def><Tr>strangury, difficulty in pissing</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στραγγουρίᾱ'}