Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
στρατεύσιμος
View word page
στραγγεύομαι
στραγγεύομαιmid.vb prob.trickle drop by dropfig.hesitate, loiter, dawdleAr. Pl.

ShortDef

to squeeze oneself up, twist oneself

Debugging

Headword:
στραγγεύομαι
Headword (normalized):
στραγγεύομαι
Headword (normalized/stripped):
στραγγευομαι
IDX:
37255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37256
Key:
στραγγεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>στραγγεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στραγγεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Qualif>prob.</Qualif><Def>trickle drop by drop</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>hesitate, loiter, dawdle</Tr><Au>Ar. Pl.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'στραγγεύομαι'}