Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
στρατείᾱ
στράτευμα
View word page
στραγγάλη
στραγγάληηςfreltd.στράγξ squeezed-out drop noose for stranglingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στραγγάλη
Headword (normalized):
στραγγάλη
Headword (normalized/stripped):
στραγγαλη
IDX:
37254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37255
Key:
στραγγάλη

Data

{'headword_display': '<b>στραγγάλη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στραγγάλη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>στράγξ</Ref> <ital>squeezed-out drop</ital></Ety></HG> <nS1><Tr>noose for strangling</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στραγγάλη'}