Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
στρατάρχης
στράταρχος
View word page
στοχαστικός
στοχαστικόςή όνadjof persons, virtueaiming at, trying to hitw.gen.a desirable goalArist. of a mindgood at guessingintuitivePl.fem.sb.art of guesswork, conjecturePl. στοχαστικῶςadvw. ἔχεινbe good at guessing, be intuitiveArist.

ShortDef

skilful in aiming at, able to hit

Debugging

Headword:
στοχαστικός
Headword (normalized):
στοχαστικός
Headword (normalized/stripped):
στοχαστικος
IDX:
37252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37253
Key:
στοχαστικός

Data

{'headword_display': '<b>στοχαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>στοχαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons, virtue</Indic><Tr>aiming at, trying to hit<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>a desirable goal</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a mind</Indic><Def>good at guessing</Def><Tr>intuitive</Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of guesswork, conjecture</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1> <Adv><vHG><HL>στοχαστικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Phr><Indic>w. <Ref>ἔχειν</Ref></Indic><TrPhr>be good at guessing, be intuitive<Au>Arist.</Au></TrPhr></Phr></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'στοχαστικός'}