Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
στρατᾱγός
View word page
στόχασμα
στόχασμαατοςnweapon for aimingjavelinE.

ShortDef

the thing aimed, a javelin

Debugging

Headword:
στόχασμα
Headword (normalized):
στόχασμα
Headword (normalized/stripped):
στοχασμα
IDX:
37250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37251
Key:
στόχασμα

Data

{'headword_display': '<b>στόχασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόχασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>weapon for aiming</Def><Tr>javelin</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στόχασμα'}