Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
στραγγουριάω
στράπτω
στρατᾱγέτᾱς
View word page
στόχασις
στόχασιςεωςf guessing, guessworkPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στόχασις
Headword (normalized):
στόχασις
Headword (normalized/stripped):
στοχασις
IDX:
37249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37250
Key:
στόχασις

Data

{'headword_display': '<b>στόχασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόχασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>guessing, guesswork</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στόχασις'}