Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
στραγγουρίᾱ
View word page
στόρνη
στόρνηηςfστόρνῡμι waist-band, girdleof a womanCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στόρνη
Headword (normalized):
στόρνη
Headword (normalized/stripped):
στορνη
IDX:
37246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37247
Key:
στόρνη

Data

{'headword_display': '<b>στόρνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόρνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>στόρνῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>waist-band, girdle<Expl>of a woman</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στόρνη'}