Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
στραγγεύομαι
View word page
στοργή
στοργήῆςfστέργω love, affectionopp. strifeEmp.

ShortDef

love, affection

Debugging

Headword:
στοργή
Headword (normalized):
στοργή
Headword (normalized/stripped):
στοργη
IDX:
37245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37246
Key:
στοργή

Data

{'headword_display': '<b>στοργή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στοργή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>στέργω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>love, affection<Expl>opp. strife</Expl></Tr><Au>Emp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στοργή'}