Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
στραγγάλη
View word page
στόνυξ
στόνυξυχοςmsharp pointof a rockE.Cyc. AR.

ShortDef

any sharp point

Debugging

Headword:
στόνυξ
Headword (normalized):
στόνυξ
Headword (normalized/stripped):
στονυξ
IDX:
37244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37245
Key:
στόνυξ

Data

{'headword_display': '<b>στόνυξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόνυξ</HL><Infl>υχος</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>sharp point<Expl>of a rock</Expl></Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk> AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στόνυξ'}