Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστικός
στόχος
View word page
στόνος
στόνοςουmστένω moaning, groaningof persons, fr. pain or griefHom. A. S. Th.fr. painful exertionCall.of the seaS.

ShortDef

a sighing, groaning, lamentation

Debugging

Headword:
στόνος
Headword (normalized):
στόνος
Headword (normalized/stripped):
στονος
IDX:
37243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37244
Key:
στόνος

Data

{'headword_display': '<b>στόνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>στένω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>moaning, groaning<Expl>of persons, fr. pain or grief</Expl></Tr><Au>Hom. A. S. Th.</Au><nS2><Indic>fr. painful exertion</Indic><Au>Call.</Au></nS2><nS2><Indic>of the sea</Indic><Au>S.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'στόνος'}