Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
στόχασμα
View word page
στοναχή
στοναχήῆςfreltd.στενάχω groaning, moaningHom. E.pl.groans, moansHom. Sol. Stesich. Pi. S. E. AR.

ShortDef

a groaning, wailing

Debugging

Headword:
στοναχή
Headword (normalized):
στοναχή
Headword (normalized/stripped):
στοναχη
IDX:
37240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37241
Key:
στοναχή

Data

{'headword_display': '<b>στοναχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στοναχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>στενάχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>groaning, moaning</Tr><Au>Hom. E.</Au><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>groans, moans</Def><Au>Hom. Sol. Stesich. Pi. S. E. AR.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'στοναχή'}