Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
στοχάζομαι
στόχασις
View word page
στοναχέω
στοναχέωcontr.vbστοναχήaor.inf.
στοναχῆσαι
mid.ep.3pl.impf.
στοναχεῦντο
of mournersgroan, wail, moanIl. Mosch. mid.tr.lament, sigh fora dead poet's singingMosch.

ShortDef

to groan, sigh

Debugging

Headword:
στοναχέω
Headword (normalized):
στοναχέω
Headword (normalized/stripped):
στοναχεω
IDX:
37239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37240
Key:
στοναχέω

Data

{'headword_display': '<b>στοναχέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>στοναχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στοναχή</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.inf.</Lbl><Form>στοναχῆσαι</Form></Tns><Vc><LBL>mid.</LBL><Tns><Lbl>ep.3pl.impf.</Lbl><Form>στοναχεῦντο</Form></Tns></Vc></FG></vHG> <vS1><Indic>of mourners</Indic><Tr>groan, wail, moan</Tr><Au>Il. Mosch.</Au> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>tr.</Indic><Tr>lament, sigh for</Tr><Obj>a dead poet's singing<Au>Mosch.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'στοναχέω'}