Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγακτίμενος
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίᾱσις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμέμνων
ἀγάμιον
ἄγαμος
ἄγᾱν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀλφιτοποιίᾱ
View word page
ἀγαλματο-ποιός
ἀγαλματο-ποιόςοῦmποιέω maker of figures or statuessculptorHdt. Pl. Arist.

ShortDef

a maker of statues, a sculptor, statuary

Debugging

Headword:
ἀγαλματοποιός
Headword (normalized):
ἀγαλματοποιός
Headword (normalized/stripped):
αγαλματοποιος
IDX:
3723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3724
Key:
ἀγαλματοποιός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγαλματο-ποιός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγαλματο-ποιός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>maker of figures or statues</Def><Tr>sculptor</Tr><Au>Hdt. Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγαλματοποιός'}