Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
στόρνῡμι
View word page
στόμωμα
στόμωμαατοςnστομόω mouthof Pontos, the Black Sea, ref. to the BosporosA.hard edgehardness, temperw.gen.of steelPlu. fig.cutting edgeref. to a military forcePlu.

ShortDef

a mouth, entrance

Debugging

Headword:
στόμωμα
Headword (normalized):
στόμωμα
Headword (normalized/stripped):
στομωμα
IDX:
37237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37238
Key:
στόμωμα

Data

{'headword_display': '<b>στόμωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόμωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>στομόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>mouth<Expl>of Pontos, the Black Sea, ref. to the Bosporos</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1><nS1><Tr>hard edge<or/>hardness, temper<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of steel</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>cutting edge<Expl>ref. to a military force</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στόμωμα'}