Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
στόρνη
View word page
στόμφᾱξ
στόμφᾱξᾱκοςm bombastic ranterref. to AeschylusAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στόμφᾱξ
Headword (normalized):
στόμφᾱξ
Headword (normalized/stripped):
στομφαξ
IDX:
37236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37237
Key:
στόμφᾱξ

Data

{'headword_display': '<b>στόμφᾱξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>στόμφᾱξ</HL><Infl>ᾱκος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bombastic ranter<Expl>ref. to Aeschylus</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'στόμφᾱξ'}