Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

στολοκρός
στόλος
στόμα
στομάλιμνον
στόμαργος
στοματουργός
στομαυλέω
στόμαχος
στόμιον
στομόω
στομφάζω
στόμφᾱξ
στόμωμα
στόμωσις
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στοργή
View word page
στομφάζω
στομφάζωvbστόμφος pompous language rant bombasticallyAr.

ShortDef

to mouth, rant, vaunt

Debugging

Headword:
στομφάζω
Headword (normalized):
στομφάζω
Headword (normalized/stripped):
στομφαζω
IDX:
37235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37236
Key:
στομφάζω

Data

{'headword_display': '<b>στομφάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>στομφάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Gr>στόμφος</Gr> <ital>pompous language</ital></Ety></vHG> <vS1><Tr>rant bombastically</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'στομφάζω'}